Coaching, Εγκέφαλος και Νευροεπιστήμες. Ποιός χρειάζεται ποιόν;

Brain - Neuroscience

Το άρθρο αυτό είναι η περίληψη της ομιλίας μου στο 1ο Διεπιστημονικό Συνέδριο “Φροντίζοντας τον Εγκέφαλο”, με τίτλο “Coaching, Εγκέφαλος και Νευροεπιστήμες. Ποιός χρειάζεται ποιόν;”  που πραγματοποιήθηκε 26 & 27 Μαρτίου 2021. Η ομιλία ήταν αφιερωμένη στον Καθηγητή, Antony Grant που έφυγε από το τη ζωή απροσδόκητα τον Φεβρουάριο του 2020.  Ευχαριστώ θερμά, ακόμη μία φορά, τον Ψυχίατρο και Πρόεδρο του Οργανισμού “Ομπρέλα” κ. Γιωτάκο Ορέστη, για την πρόσκληση στο συνέδριο.

Εισαγωγικά: αντικείμενο και στόχοι

Στην ομιλία μου θα παρουσιάσω τί είναι coaching και τι coaching psychology, είναι μια ευκαιρία σήμερα εδώ να καταγραφούν κάποιοι ορισμοί, θα σας περιγράψω τί συμβαίνει κατά την διάρκεια μίας συνεδρίας coaching. Στην συνέχεια θα μιλήσω για το πώς το coaching και οι νευροεπιστήμες ανταλλάσσουν γνώση, εάν πράγματι ανταλλάσουν, και εν κατακλείδι θα καταλήξω στις δυνατότητες για συνεργασία αυτών των πεδίων στο μέλλον. Το ερώτημα παραμένει, ποιος χρειάζεται ποιον, το coaching τις νευροεπιστήμες ή οι νευροεπιστήμες το coaching;

Στον κλάδο του Coaching, ήδη από τις αρχές της ακαδημαϊκής του πορείας το 2000, συνειδητοποιήσαμε ένα σημαντικό πρόβλημα: Ο λόγος που ανέπτυσσαν για το Coaching οι coaches και οι πελάτες του δεν συμπεριλάμβανε την γνώση που προέκυπτε ερευνητικά και δημοσιευόταν στα επιστημονικά περιοδικά. Δηλαδή αλλιώς μαθαίναμε το coaching και αλλιώς το βάφτιζαν οι περισσότεροι στην αγορά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις νευροεπιστήμες. Η γνώση που παράγεται από την έρευνα στις νευροεπιστήμες και τι συζητιέται για την λειτουργία του εγκεφάλου, είναι δύο διαφορετικά γεγονότα. Καθώς ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τον λόγο που αναπτύσσεται για αυτή τη γνώση, υπάρχει κενό, υπεραπλούστευση, υπερβολή και κάποιες φορές διαστρέβλωση. Κυρίως λόγω άγνοιας.

Coaching & Coaching Ψυχολογία: τι είναι και πώς συνδέονται;

Η σχέση μεταξύ coaching και coaching ψυχολογίας είναι σχετικά απλή. Με τον όρο “coaching” περιγράφεται η πρακτική εφαρμογή εντός συνεδριών, της γνώσης που προκύπτει από την coaching ψυχολογία. Η CΨ είναι ένας επιστημονικός κλάδος που μελετά την ανάπτυξη και την επίτευξη στόχων σε μη κλινικό πληθυσμό.

“Το coaching είναι μια αναστοχαστική διεργασία που διευκολύνει την θετική αλλαγή μέσα από τον διαρκή διάλογο, με σκοπό την επίτευξη επαγγελματικών αλλά και προσωπικών στόχων” (Lai, 2014). Το coaching εφαρμόζεται κυρίως σε μεγάλους οργανισμούς και επιχειρήσεις, σε στελέχη μέσης, ανώτερης και ανώτατης διοίκησης.

Σκοπός των συνεδριών είναι μέσα από την στοχοθεσία, να ενεργοποιήσουμε το άτομο να αναλάβει δράση. Η παρέμβαση επιτυγχάνεται ενεργοποιώντας στον πελάτη μας, τις διεργασίες της αυτογνωσίας, του αναστοχασμού, της αυτορρύθμισης και του σχεδιασμού. Ο κύκλος της αυτορρύθμισης περιλαμβάνει μια διαρκή αξιολόγηση της προόδου, της παρούσας πραγματικότητας και του επιδιωκόμενου στόχου. Το άτομο φεύγει από την συνεδρία έχοντας πάντοτε ένα πλάνο και ξεκινά την υλοποίηση των βημάτων του. Κατά την υλοποίηση του πλάνου, βιώνει την αλήθεια του, συλλέγει πληροφορίες από το πεδίο και επιστρέφοντας στην επόμενη συνεδρία μπαίνει στην διαδικασία του αναστοχασμού της εμπειρίας του. Εκεί αναδύονται νέες δράσεις και ο κύκλος συνεχίζεται έως να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα.

Η coaching-συνεδρία είναι μια περίπλοκη διαδικασία εάν αναλογιστούμε ότι είναι μία συνεχόμενη εναλλαγή ανάμεσα σε αφαιρετικές σκέψεις και πολύ συγκεκριμένους στόχους. Κινούμαστε διαρκώς από το γενικό στο συγκεκριμένο. Σε κάθε στόχο προσκαλούμε τον coachee να δει πλευρές του εαυτού του, να εργαστεί στις δεξιότητες που απαιτούνται για την επίτευξή του και να αναγνωρίσει τις βαθύτερες αξίες και προθέσεις του. Οι απαιτήσεις από τον coach είναι μεγάλες, καθώς διαχειρίζεται μια δυναμική διαδικασία με εναλλαγές στο συναίσθημα αλλά και την ίδια στην στοχοθεσία.

Coaching & Νευροεπιστήμες: μύθοι και παρεξηγήσεις.

Ο διάλογος ανάμεσα στο coaching και τις νευροεπιστήμες αναπτύχθηκε παράλληλα με την ίδρυση της coaching ψυχολογίας στις αρχές 2000. Ήδη από το 2005 περίπου, συζητάμε για το πώς μπορούμε να αντλήσουμε γνώση από τις νευροεπιστήμες, να ενημερώσουμε και (αν χρειαστεί) να αλλάξουμε τον τρόπο που κάνουμε coaching. Τα ερωτήματα που κλήθηκε να απαντήσει ο διάλογος αυτός είναι:

  1. Πώς λειτουργεί το coaching με όρους νεύρο – επιστημών;
  2. Πώς μπορεί η γνώση που προέρχεται από τις νευροεπιστήμες να επιβεβαιώσει ή όχι την αποτελεσματικότητα του coaching;
  3. Ποια εργαλεία έχουν καλύτερα αποτελέσματα;
  4. Ποιες τεχνικές είναι κατάλληλες και καλύτερες για τον εγκέφαλο του coachee;
  5. Τι νέο μαθαίνουμε για το coaching από τις νευροεπιστήμες;

Ας δούμε λοιπόν τι πραγματικά μαθαίνουμε μέχρι σήμερα, αν μαθαίνουμε κάτι νέο που ανατρέπει τον τρόπο που εργαζόμαστε. Μαθαίνουμε ότι:

Πρώτον, “ο εγκέφαλός μας σχηματίζει διανοητικές αναπαραστάσεις, χάρτες, με τους οποίους προσεγγίζει την πραγματικότητα υποκειμενικά”. Μα αυτό το γνωρίζουμε ήδη από την γνωστική ψυχολογία (Aaron Beck 1987, Grant 2012, 2015).

Δεύτερον, «ο εγκέφαλός μας αντιστέκεται στην αλλαγή γιατί η αλλαγή είναι κάτι δύσκολο”. Το γνωρίζουμε ήδη από την δουλειά των Albert Bandura (1977), Diclemente & Prochaska, (1988).

Τρίτον, “οι νευροεπιστήμες μας επιτρέπουν να κάνουμε coaching στον ανθρώπινο εγκέφαλο και μας τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητα του coaching”. Δηλαδή μέχρι τώρα, στο coaching ο εγκέφαλος παρέμενε ανενεργός;

Τέταρτον, “η προσέγγιση με εστίαση στην λύση είναι καταλληλότερη για την επίτευξη στόχων και την επίλυση προβλημάτων από την εστίαση στο πρόβλημα”. Μας το διδάσκει ήδη η συστημική προσέγγιση από τα τέλη του 20ού αιώνα.

Πέμπτον,  “καταλύτης της αλλαγής και της μάθησης είναι σχέση εμπιστοσύνης διότι ο εγκέφαλος μαθαίνει και αλλάζει μέσα από τις σχέσεις”. Κι αυτό βέβαια, το γνωρίζουμε ήδη, ενδεικτικά, από Προσωποκεντρική προσέγγιση στο coaching (Stephen 2006).

Εκτον,  “η μνήμη καθορίζει τις πεποιθήσεις και τα μοτίβα ερμηνείας του κόσμου που έχει κάθε άνθρωπος. Υπό αυτή την έννοια, το παρελθόν μας είναι πάντοτε παρόν αλλά η πλαστικότητα του εγκεφάλου μας δείχνει ότι μπορούμε να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις που χτίζονται πάνω στις μνήμες μας”. Αυτό, στην ποπ εκδοχή του coaching θεωρείται κάτι ανατρεπτικό γιατί υπήρχε η ιδέα ότι το coaching ασχολείται με το μέλλον και η ψυχολογία με το παρελθόν. Γενικά ωτόσο κι αυτό το γνωρίζαμε ήδη. Οι θεωρίες προσωπικότητας καταδεικνύουν τον ρόλο των εμπειριών μας στην ζωή (Schultz & Schultz, 2013, ψυχοθεραπεία EMDR – Saphiro , 2001).

Υπάρχουν δύο όροι που περιγράφουν την νευροεπιστημονική προσέγγιση στο coaching: Ο πρώτος είναι το “neurocoaching” και ο δεύτερος είναι το “brain – based coaching”.

Συμπερασματικά: εστιάζουμε σε λάθος σημεία.

Ο διάλογος ανάμεσα στο coaching και τις νευροεπιστήμες είναι σαφώς ένα χρήσιμος διάλογος. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής A. Grant, “δεν προκύπουν μέχρι τώρα, στοιχεία που να αλλάζουν ριζικά τον τρόπο που κάνουμε coaching”. Πώς μπορεί να βοηθήσει ο διάλογος αυτός:

  1. Οι γνώσεις της νευροεπιστήμης μπορούν να βοηθήσουν τον επαγγελματία coaching ώστε να διαμορφώσει ένα επιστημονικό πλαίσιο αναφοράς έτσι να λαμβάνει ορθές αποφάσεις εντός των συνεδριών του.
  2. Μπορούν να σχεδιαστούν καλύτερα προγράμματα εκπαίδευσης στο coaching με βάση τη νευροεπιστημονική προσέγγιση.
  3. Σε ερευνητικό επίπεδο, απεικονιστηκές μελέτες θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την γνώση για το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος κατά τη διαρκεια του coaching και όχι την γνώση μας για το ίδιο το coaching κατ ανάγκη. Να διερευνηθεί δηλαδή, η πλαστικότητα, η ενεργοποίηση περιοχών και δικτύων σε μη κλινικό πληθυσμό.
  4. Και σίγουρα, ο διάλογος μεταξύ coaching και νευροεπιστημών, είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό και βαθύτερης σκέψης για το πώς επικοινωνείται η επιστημονική γνώση στην ευρύτερη κοινότητα.

Καταλήγοντας, το coaching αποκτά ένα ακόμα επιστημονικό πλαίσιο αναφοράς όσων ήδη εφαρμόζει, μέχρις ότου να προκύψει κάτι πραγματικά νέο για τον επαγγελματία coach, και οι νευροεπιστήμες αποκτούν ένα ακόμη πεδίο έρευνας που μπορεί να φωτίσει πτυχές της λειτουργίας του εγκεφάλου σε μη κλινικό πληθυσμό.

Σας ευχαριστώ θερμά.

Photo : https://pixabay.com/